στρατηλάτην

στρατηλάτην
στρατηλάτης
leader of an army
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποιμαίνω — ΝΜΑ 1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια 2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”